- ἀσιγησία
- ἀσιγησίᾱ , ἀσιγησίαinability to keep silencefem nom/voc/acc dualἀσιγησίᾱ , ἀσιγησίαinability to keep silencefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασιγησία — ἀσιγησία, η (Α) [ασίγητος] το να μη σιωπά κανείς, η αδυναμία κάποιου να παραμείνει για λίγο σιωπηλός … Dictionary of Greek